- πλάγιος
- -α, -ο / πλάγιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι' ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ' ὀρθὸν θηρίον», Φιλήμ.)2. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, πλαϊνός, παράπλευρος («η είσοδος είναι από την πλάγια πόρτα»)3. μτφ. δόλιος, απατηλός ή παράνομος («πλάγια μέσα»)4. το ουδ. ως ουσ. το πλάγι(ον)βλ. πλάγι5. φρ. α) (κυρίως στον πληθ.) «πλάγιες πτώσεις»γραμμ. η γενική, η δοτική τής αρχαίας και η αιτιατική, σε αντιδιαστολή προς τις ορθές ή ευθείες, δηλ. την ονομαστική και την κλητικήβ) «πλάγιος λόγος» ή «πλαγία λέξις»γραμμ. ο λόγος που μεταδίδεται με έμμεσο τρόπο και ο οποίος δεν παραμένει άθικτος, αλλά, αντίθετα, υφίσταται ορισμένες αλλοιώσεις και μετατροπές, κυριότερη από τις οποίες είναι η εξάρτησή του από ένα ρήμα, όπως λ.χ. α. ευθύς λόγος:«άνοίξατε τὰς πύλας»πλάγιος λόγος: «Μειδίας ἐκέλευσεν ἀνοῑξαι τὰς πύλας» β. ευθύς λόγος: «τί ώρα είναι;»πλάγιος λόγος: «με ρώτησε τί ώρα είναι»νεοελλ.1. φρ. α) «πλάγιο βλέμμα» — το βλέμμα με λοξή κατεύθυνση, η ματιά που ρίχνει κανείς λοξά είτε επειδή δεν θέλει να τον δουν ότι κοιτάζει είτε επειδή επιθυμεί να εκφράσει την περιφρόνηση που νιώθει για κάποιον ή για κάτιβ) «πλάγιοι συγγενείς»μτφ. εξ αγχιστείας και όχι εξ αίματος συγγενείςγ) «πλάγιος άνεμος»ναυτ. άνεμος που πνέει κάθετα προς τον διαμήκη άξονα τού πλοίουνεοελλ.-μσν.φρ. «πλάγιος ήχος»(στη βυζαντινή μουσ.) οι τέσσερεις τελευταίοι στη σειρά τής οκταηχίας ήχοι-τρόποι τής βυζαντινής μουσικής, δηλ. ήχος Α', ήχος Β', ήχος Γ, ήχος Δ', ήχος πλάγιος τού Α', ήχος πλάγιος τού Β', ήχος πλάγιος τού Γ' ή βαρύς και ήχος πλάγιος τού Δμσν.(για το έδαφος) επικλινής, κατωφερήςαρχ.1. (σε σχέση με τον πόλεμο) δειλός, διστακτικός2. οριζόντιος3. φρ. α) «πλαγία διάμετρος» — εγκάρσια διάμετροςβ) «πλαγία φάλαγξ» στρ. τάγμα σε πορεία με εκτεταμένο και κάθετο το μέτωπό του στην κατεύθυνση τής προέλασής τουγ) «πλάγιοι μαστοί» — μαστοί και στα δύο πλευράδ) «πλάγιος παραπορεύομαι»στρ. πορεύομαι παράλληλα προς το πλευρό κάποιουε) «πλαγίῳ ὀφθαλμῷ» — με λοξή ματιά.επίρρ...πλαγίως ΝΜΑ, πλάγια Νμε πλάγια διεύθυνση, λοξά, πλαγιαστάνεοελλ.1. παραπλεύρως, δίπλα2. με ύπουλο, δόλιο, απατηλό τρόποαρχ.1. με υπαινιγμούς, με υπονοούμενα2. μτφ. με έμμεσο τρόπο και ὁχι απευθείας («πλαγίως χρώμενοι ταῑς διαβολαῑς», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πλάγιος (< plә2-g-jo) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pelā-/pelә2-/plā- «ευρύς, επίπεδος, απλώνω» (πρβλ. παλάμη, παλαστή, πέλανος, πέλαγος, πλήσσω) με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένο το δεύτερο φωνήεν τής ρίζας (πρβλ. πλά-ξ*) και ηχηρή ουρανική παρέκταση -γ- (πρβλ. πέλα-γ-ος). Το επίθ. πλάγιος παράγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, από κάποιο όν. με σημ. «οριζόντια επιφάνεια» και συνδέεται με λατ. plaga «χώρα, δίχτυ για κυνήγι που απλώνεται κατά μήκος, πλαγίως», γερμ. flach «επίπεδος». Το επίθ. πρέπει να δήλωνε αρχικά τον επίπεδο, τον απλωμένο, τον οριζόντιο και επομένως αυτόν που δεν είναι κάθετος, ορθός, απ' όπου προήλθε η σημ. «αυτός που έχει κλίση, πλαγιαστός, λοξός» και κατ' επέκταση «όχι ευθύς, έμμεσος, διστακτικός, δόλιος, παράνομος».ΠΑΡ. πλαγιάζω, πλαγιότητα (-της)αρχ.πλαγιόθεν, πλαγιώ.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πλαγίαυλος, πλαγιοτομία, πλαγιοφύλαξ (-ακας)αρχ.πλαγιοβάτης, πλαγιόκαρπος, πλαγιόκαυλος, πλαγιομάγαδις, πλαγιοφορούμαι, πλαγιοχαίτηςμσν.πλαγιόμματος, πλαγιόσκελος, πλαγιόφαλλοςνεοελλ.πλαγιοβάδιση, πλαγιοβάδισμα, πλαγιοβάμων, πλαγιοδέτης, πλαγιοδιποδίζω, πλαγιοδρομία, πλαγιοδρομώ, πλαγιοκλίμαξ, πλαγιοκόπτης, πλαγιοποδίζω, πλαγιόστομοι, πλαγιότιτλο, πλαγιοτροχασμός, πλαγιοφυλακή, πλαγιοφύλαξη. (Β' συνθετικό) αρχ. παραπλάγιος, υποπλάγιος].
Dictionary of Greek. 2013.